γεννάδης

γεννάδης
γεννάδας
noble
masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γεννάδης, Γεώργιος — (Αθήνα 1869 – 1933). Ηθοποιός, γιος του Νικολάου Γ., υπαλλήλου του διπλωματικού σώματος. Αρχικά σπούδασε στη νομική σχολή της Αθήνας, αλλά η μεγάλη του αγάπη για το θέατρο υπερίσχυσε και ο Γ. ανέβηκε στη σκηνή με το ψευδώνυμο Γεώργιος Βερρής, που …   Dictionary of Greek

  • Βερώνη-Γεννάδη, Αικατερίνη — (Κωνσταντινούπολη 1870 – Αθήνα 1955). Ηθοποιός του θεάτρου. Άρχισε τη θεατρική της σταδιοδρομία σε νεαρή ηλικία, παίζοντας στην Κωνσταντινούπολη διάφορους ρόλους μαζί με τα αδέλφια της Θεμιστοκλή, Δημήτριο και Σμαράγδα. Το 1885 εμφανίστηκε για… …   Dictionary of Greek

  • Боевой состав греческой армии во время Первой Балканской войны — Ниже описан боевой состав греческой армии в Первую Балканскую войну. Содержание 1 Предыстория 2 Мобилизация 3 Боевой состав …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”